Η
μεγαλύτερη χαρά του καλοκαιριού ξεκινά με το πρώτο ανάλαφρο πρωινό
ξύπνημα. Καλοκαίρι: το τέλος της σχολικής χρονιάς, ανακούφιση, άπειρες
δυνατότητες, χαλάρωση και ελευθερία. Όλα
αυτά σκεφτόταν ο Βασίλης αφού ξύπνησε νωρίς το πρωί την πρώτη μέρα των διακοπών. Η πρώτη του σκέψη ήταν αυτή της απόλυτης
χαράς,
«Είναι
καλοκαίρι…»
Ύστερα
σκέφτηκε κάτι άλλο εξίσου σημαντικό,
«Να
ξυπνήσω τον Μιχάλη».
Ο
Μιχάλης, στην κάτω κουκέτα, ονειρευόταν ότι είχε υπερδυνάμεις και πολεμούσε
έναν γιγάντιο κάβουρα. Ο Βασίλης
ανυπομονούσε να τον ξυπνήσει. Κατέβηκε τις σιδερένιες σκάλες της κουκέτας και
σκούντησε άγαρμπα τον αδερφό του.
«Μιχάλη,»
ψιθύρισε ώστε να μην ξυπνήσουν οι γονείς τους.
Ήταν μόλις εξί-μισή η ώρα το πρωί και ήταν εκατό τοις εκατό σίγουρος ότι
η μαμά του, η Μαριάνθη, θα μουρμουρούσε το γνωστό της παράπονο,
«Μα,
πως είναι δυνατόν να μην ξυπνάτε για το σχολείο και όταν δεν έχετε σχολείο να
ξυπνάτε από τα χαράματα; Μου λέτε;»
(Απόσπασμα από το βιβλίο μου «Ο θησαυρός του
Ταϋγέτου»)
«Ο δρόμος είναι μπροστά μου. Ο δρόμος είναι μεγάλος. Ο δρόμος είναι η θάλασσα.»
Ποτέ
δεν είχα φύγει τόσο μακριά από το σπίτι μόνος μου. Προσπαθούσα να συγκεντρώσω όλη μου τη δύναμη
στο σχέδιο που οργάνωσα μέσα σε τριάντα λεπτά.
Τα τριάντα λεπτά μετά από τη πυρηνική έκρηξη στο σπίτι, δηλαδή. Λίγα λεπτά χρειάστηκαν να μεταμορφωθεί όλη
μου η ζωή.
Καμιά
φορά η νύχτα του καλοκαιριού σε ξεγελάει.
Νομίζεις πως τα αστέρια σου χαμογελούν, ότι ο αέρας είναι μια ανάσα
ηρεμίας, ότι οποιαδήποτε στεναχώρια να περνάς η νύχτα θα σε κουκουλώσει με
ασφάλεια μέχρι το πρωί. Όμως είχε άλλα
σχέδια για μένα. Η νύχτα με κορόιδεψε
όσο νομίζουν ότι τους κορόιδεψα εγώ.
Γιατί είχα αποκοιμηθεί εκείνο το βράδυ αποβάλλοντας όλα τα άσχημα που
είχαν συμβεί. Και όμως, τα αστέρια αντί
να χαμογελούν έπεφταν πάνω μου σαν σφαίρες και ο αέρας έγινε γλοιώδης. Ζεστάθηκα τόσο πολύ που όταν ξύπνησα ήμουν
μούσκεμα από ιδρώτα. Μέχρι και τα
σεντόνια μου άλλαξα. Έτσι, ανακάλυψα
πάλι το δώρο του Ηρακλή το οποίο είχα ξεχάσει κάτω απ’ το μαξιλάρι μου. Μου είχε πει να το κρύψω οπότε το έβαλα κάτω
απ’ τις κάλτσες μου στο συρτάρι.
Πήγα
στη κουζίνα για να βρω τον αδερφό μου.
Επιτέλους θα μου έδινε κάποιες εξηγήσεις.
«Καλημέρα,»
είπα μόλις αντίκρισα τη μαμά.
«Καλημέρα,»
απάντησε γυρισμένη προς τη βρύση.
«Που
είναι ο Ηρακλής;»
Η
μαμά γύρισε λοξά απ’ τα πιάτα που έπλενε.
«Με τον μπαμπά, πήγαν για μπάνιο.»
Το
είχα ξεχάσει. Ήταν το ρεπό του μπαμπά
και φυσικά θα πηγαίναμε για μπάνιο. Πριν
προλάβω να διαμαρτυρηθώ μου είπε η μαμά σκουπίζοντας τα χέρια της,
«Εσύ
να κάτσεις να διαβάσεις σήμερα, Ρένο.
Εντάξει;» Η φωνή της ήταν
γλυκιά. Χάρηκα για αυτό.
«Εντάξει,»
συμφώνησα παρ’ όλο που μ’ έκαιγε που έχασα το μπάνιο στη θάλασσα.
«Κάτσε
φάε πρωινό πρώτα να μαζέψεις δυνάμεις,» μου είπε.
Η
γλυκύτητα της διάθεσης της συνόδεψε το καταπληκτικό πρωινό που μου είχε
ετοιμάσει. «Ίσως μ’ αγαπάει ακόμα».
(Απόσπασμα από το βιβλίο μου «Κολυμπώντας στα βαθιά»)
26 Ιουλίου 2002
Οι
μέρες περνούν και δεν ξέρω που πηγαίνουν. Κάνουμε τόσα πολλά που το καλοκαίρι
αυτό, παρ’ όλο που είμαι τόσο δυστυχισμένη που φεύγουμε, είναι πραγματικά το
καλύτερο καλοκαίρι της ζωής μου. Είμαι
δυστυχισμένη και ευτυχισμένη. Τι μπέρδεμα είναι αυτό!
Λοιπόν,
χθες η θεία Νίκη μας έκανε αποχαιρετιστήριο μπάρμπεκιου. Κάθε καλοκαίρι κάνει μπάρμπεκιου, άλλα αυτή
τη φορά ήταν αφιερωμένο σε μας. Όλες οι
θείες μας προσέφεραν δώρα (κυρίως ρούχα) για το καινούριο σχολείο (το οποίο θα
είναι ελληνοαμερικάνικο απ’ ότι έμαθα), μας φιλούσαν συνέχεια (μπλιαχ!), και τα
ξαδέλφια μου μας ξανάλεγαν πόσο χαζοί είμαστε που φεύγουμε. Εγώ πώς να είμαι χαζή, αφού δεν ήταν δική μου
απόφαση. Στη θέση του μπαμπά δεν ξέρω τι
θα αποφάσιζα. Ίσως να έχει λίγο δίκιο
ότι κουράστηκε απ’ τη ζωή εδώ πέρα.
Μπορεί να είναι πράγματι πιο εύκολα τα πράγματα στην Ελλάδα, όπως
λέει.
Ο
ξάδελφός μου, ο Γιώργος, ήταν ο πιο αντιδραστικός. Συνέχεια τον πείραζε τον Άκη για την απόφαση
μας να φύγουμε από την Αμερική.
«Πήγαμε
στην Ελλάδα πέρσι διακοπές και ήταν χάλια.
Μείναμε στο χωριό και σκυλοβαριόμουνα.
Δεν έχει τίποτα η Ελλάδα».
«Σκάσε,»
του έλεγε ο Άκης θυμωμένος. «Δεν θέλω να
το σκέφτομαι.»
«Ποπό,
σας λυπάμαι! Εγώ λέω ότι οι γονείς σου
θα το μετανιώσουν και θα γυρίστε πίσω με την πρώτη ευκαιρία».
Ο
Γιώργος μπορεί να έχει δίκιο. Λες να το
μετανιώσουν η μαμά και ο μπαμπάς; Μπορεί
όντως να μην τους αρέσει τελικά. Θυμάμαι
μια φορά μου είπε η μαμά ότι «η Ελλάδα διώχνει τα παιδιά της». Δεν ξέρω τι εννοούσε. Μήπως τώρα τα καλεί πίσω κοντά της;
(Απόσπασμα από το βιβλίο μου «Οι Λεμονιές»)
(Εικονογράφηση της Πωλίνας Παπανικολάου
από το βιβλίο μου "Ένα χωράφι για τη Σημίνα")
(Εικονογράφηση του Γιώργου
Σγουρού από το βιβλίο μου «Ο νταής του σχολικού»)
ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΜΕ ΒΟΥΤΙΕΣ ΣΕ ΓΑΛΑΖΙΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΝΑ ΒΙΒΛΙΑ!